- αυτοτραυματίζομαι
- ранить самого себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοτραυματίζομαι — ίστηκα, τραυματίζω ο ίδιος τον εαυτό μου: Αυτοτραυματίστηκε από απροσεξία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)